εμματάζω

εμματάζω
ἐμματᾴζω και ἐμματαΐζω και ἐμματαιάζω (Α)
1. ματαιολογώ, μιλάω ασυλλόγιστα
2. άκριτα αφοσιώνομαι σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”